ακάμπιαστος

ακάμπιαστος
-η, -ο [καμπιάζω]
όποιος δεν έχει κάμπιες (φυτό ή δέντρο) που δεν έχει πειραχτεί από κάμπιες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακάμπιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει κάμπιες ή δεν προσβάλλεται από αυτές: Η κουκουναριά είναι πεύκο ακάμπιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”